τσίσα

τσίσα
και τσίσια, τα, Ν
(στην γλώσσα τών νηπίων)
1. η ούρηση
2. τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. ή για δάνειο από το τουρκ. ciş].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”